Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Άφησε με να έρθω μαζί σου...

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει 
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, 
τα καρφιά ξεκολλάνε, 
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό, 
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα 
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής 
απ' τα γόνατά της 
ή όπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, 
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα. 


Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, -όχι η φωτογραφία που κοιτάς 
με τόση δυσπιστία-
λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, 
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι 
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει 
-μιάν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι, 
πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω 
στο στιλβωτήριο της γωνίας, 
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος 
λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα, 
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δύο 
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει 
ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. 
Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια, 
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο, 
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο 
στους αγρούς με το λιόγερμα 
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το αντικρινό γιαπί 
ή να σκουπίζω τα μάτια μου, -διατήρησα καλή την όρασή μου, 
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μιά απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.... 




Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι 
ν' απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα 
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο 
-8, 16, 32, 64, κρατημένος 
απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς 
όλο φως και ροζ λουλούδια, 
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια) 
32, 64, κι οι δικοί μου στήριζαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο. 
Λοιπόν, σου λεγα για την πολυθρόνα 
ξεκοιλιασμένη φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα 
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο, 
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση τι να πρωτοδιορθώσεις; 
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, -φοβήθηκα 
τ' άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. 
Εδώ κάθισαν άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, 
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε, 
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ' το χώμα 
δίχως να ενοχλούνται απ' τη βροχή ή το φεγγάρι. 
Άφησε με να έρθω μαζί σου... 




Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του ΑϊΔημήτρη, 
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω 
έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα 
απ' το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου 
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα 
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ' το φεγγάρι 
που 'ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων 
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ 
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα 
άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε 
ντυμένος την αχλύ και την δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος, 
και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του εθυσίασα, 
έτσι λευκός κι απρόσιτος ν' ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα, 
στη λευκότητα του σεληνόφωτος, 
πυρπολημένος απ' τ' αδηφάγα μάτια των αντρών 
κι απ' τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων, 
πολιορκημένος από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα, 
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο, 
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα 'βλεπα) 
-ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυμάζεις, 
σου φτάνει ο θαυμασμός σου, 
Θε μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν 
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων 
γιατί, έτσι πολιορκημένος απ' έξω κι από μέσα, 
άλλος δρόμος δε μου 'μενε παρά μονάχα 
προς τα πάνω ή προς τα κάτω. 
-Όχι, δε φτάνει. 

Άφησε με να έρθω μαζί σου ... 




Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με, 
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, 
έμεινα μόνος, ανένδοτος, μόνος και πάναγνος, 

γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού, 
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μένουνε 
σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο 
πέρα απ' τη ζωή μου και τη ζωή σου, 
πέρα πολύ. Δε φτάνει. 
Άφησε με να έρθω μαζί σου. 


Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια. 
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου. 
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις, 
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ 
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι 
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες 
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου 
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ' το δοκάρι που κρέμασε. 
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δε τολμάς να τ' ανοίξεις. 
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. 
Δεν αντέχω. 

Άφησε με να έρθω μαζί σου..... 


 

2 σχόλια:

  1. Πολύ όμορφο. Συγχαρητήρια.
    Η ταυτότητα αυτού που το έγραψε;


    Κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. καλό θα ήταν να το διαβάσετε ακούγοντας το "Η Στοιχειωμένη Πολυθρόνα" του Παύλου Παυλίδη :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή