Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

σε ερωτεύομαι...

Το πρώτο σου άγγιγμα.. το πρώτο μας φιλί .. η πρώτη φορά που κάναμε έρωτα….

Σε ερωτεύομαι.. κάθε στιγμή που περνάει ..

Σε ερωτεύομαι όταν μου μιλάς κοιτόντας με στα ματια...

Σε ερωτεύομαι όταν σε κρατώ σφικτά αγκαλιά…

Σε ερωτεύομαι όταν με κοροϊδεύεις που διαβάζω πολύ ..

Σε ερωτεύομαι όταν μου στέλνεις μηνύματα στο κινητό για το τι κάνεις…

Σε ερωτεύομαι όταν μου τηλεφωνείς τα ξημερώματα να μου πεις να σηκωθώ απ'τον καναπέ όπου με πήρε ο ύπνος για να παω στο κρεβατάκι μας και μου λες ''καληνύχτα''…

Σε ερωτεύομαι όταν ανακατεύεις τα μαλλιά μου ενώ ξέρεις πως με τσαντίζει να μου πειράζουν τα μαλλιά...

Σε ερωτεύομαι γιατί είσαι ότι πιο όμορφο στην ζωή μου αυτά τα 2 χρόνια…

Σε ερωτεύομαι γιατί η μαγεία σου με πλυμμηρίζει...

Σε ερωτεύομαι γιατί ακόμη και όταν δεν είμαστε μαζί σε νιώθω δίπλα μου…

Σε ερωτεύομαι γιατί 2 χρόνια τώρα έχεις κάνει την ζωή μου μοναδική..

Σε ερωτεύομαι γιατί τα λόγια και οι πράξεις σου μου δείχνουν πως είμαι ο ΕΝΑΣ   για σένα, κάνοντας με πανΕΥΤΥΧΗ...


Σε ερωτεύομαι… κάθε στιγμή που περνάει ακόμα πιο πολύ…

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010


"Χριστούγεννα, κι ό,τι αρχίζω μου πηγαίνει στραβά, 
πάντα με πάει σ'ενός σταυρού τα καρφιά, 
και πότε πότε τα καρφώνω και εγώ σε άλλον αμνό, 
έτσι ήταν πάντα και έτσι θα'ναι ξανά."

Χριστούγεννα  - Φοίβος Δεληβοριάς

Άφησε με να έρθω μαζί σου...

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει 
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, 
τα καρφιά ξεκολλάνε, 
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό, 
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα 
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής 
απ' τα γόνατά της 
ή όπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, 
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα. 


Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, -όχι η φωτογραφία που κοιτάς 
με τόση δυσπιστία-
λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, 
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι 
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει 
-μιάν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι, 
πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω 
στο στιλβωτήριο της γωνίας, 
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος 
λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα, 
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δύο 
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει 
ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. 
Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια, 
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο, 
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο 
στους αγρούς με το λιόγερμα 
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το αντικρινό γιαπί 
ή να σκουπίζω τα μάτια μου, -διατήρησα καλή την όρασή μου, 
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μιά απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.... 




Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι 
ν' απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα 
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο 
-8, 16, 32, 64, κρατημένος 
απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς 
όλο φως και ροζ λουλούδια, 
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια) 
32, 64, κι οι δικοί μου στήριζαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο. 
Λοιπόν, σου λεγα για την πολυθρόνα 
ξεκοιλιασμένη φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα 
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο, 
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση τι να πρωτοδιορθώσεις; 
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, -φοβήθηκα 
τ' άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. 
Εδώ κάθισαν άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, 
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε, 
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ' το χώμα 
δίχως να ενοχλούνται απ' τη βροχή ή το φεγγάρι. 
Άφησε με να έρθω μαζί σου... 




Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του ΑϊΔημήτρη, 
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω 
έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα 
απ' το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου 
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα 
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ' το φεγγάρι 
που 'ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων 
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ 
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα 
άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε 
ντυμένος την αχλύ και την δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος, 
και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του εθυσίασα, 
έτσι λευκός κι απρόσιτος ν' ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα, 
στη λευκότητα του σεληνόφωτος, 
πυρπολημένος απ' τ' αδηφάγα μάτια των αντρών 
κι απ' τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων, 
πολιορκημένος από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα, 
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο, 
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα 'βλεπα) 
-ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυμάζεις, 
σου φτάνει ο θαυμασμός σου, 
Θε μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν 
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων 
γιατί, έτσι πολιορκημένος απ' έξω κι από μέσα, 
άλλος δρόμος δε μου 'μενε παρά μονάχα 
προς τα πάνω ή προς τα κάτω. 
-Όχι, δε φτάνει. 

Άφησε με να έρθω μαζί σου ... 




Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με, 
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, 
έμεινα μόνος, ανένδοτος, μόνος και πάναγνος, 

γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού, 
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μένουνε 
σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο 
πέρα απ' τη ζωή μου και τη ζωή σου, 
πέρα πολύ. Δε φτάνει. 
Άφησε με να έρθω μαζί σου. 


Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια. 
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου. 
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις, 
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ 
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι 
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες 
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου 
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ' το δοκάρι που κρέμασε. 
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δε τολμάς να τ' ανοίξεις. 
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. 
Δεν αντέχω. 

Άφησε με να έρθω μαζί σου..... 


 
"Don't be dismayed by good-byesA farewell is necessary before you can meet againAnd meeting again, after moments or lifetimes, is certain for those who are friends." 
Richard Bach

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Μαζί σου...




Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, -δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με να έρθω μαζί σου.


Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ ακούσω. Σώπα.


Άφησε με να έρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις
πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
Άφησε με να έρθω μαζί σου.....



Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη,
ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μου
σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου).
Άφησε με να έρθω μαζί σου


Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να έρθω μαζί σου....



Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Blues...

Σταματείστε τα ρολόγια, κόφτε το τηλέφωνο.

Στον σκύλο δώστε κόκκαλο να ησυχάσει.

Σιγήστε τα πιάνα, βγάλτε με ένα πνιγμένο τύμπανο

το φέρετρο κι’ άστε όσους πενθούν να έρθουν


Κι ας γράψουνε στον ουρανό

τα αεροπλάνα κύκλους τον καημό,
"Το τέλος".

Μάυρες κορδέλες δέστε σε λευκούς λαιμούς περιστεριών

Κι οι τροχονόμοι ας φορούν τα μαύρα, τα μακριά μαύρα γάντια από βαμβάκι.


Εκείνος ήταν ο Βορράς, ο Νότος, η Ανατολή και η Δύση

Της εβδομάδας η δουλειά, της Κυριακής η ανάπαυση

Ήταν το μεσημέρι και τα μεσάνυχτα, το τραγούδι και η μιλιά



Καμμιά επιθυμία για τ’αστέρια τώρα, σβύστε τα όλα.

Μαζέψτε το φεγγάρι και γκρεμίστε τον ήλιο.

Στεγνώστε τον ωκεανό και σαρώστε τα δάση

Τίποτα πια δεν ωφελεί καλό για να’ρθει.